πτέρωμα, τό
Ερμηνεία:
[(Όμηρ.) πέτομαι < πτερῶ< η πτέρυξ < το πτερόν < πτέρωμα < το φτερό] το σύνολο των φτερών που καλύπτει το σώμα ενός πτηνού]βλ. λάλα
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) πέτομαι < πτερῶ< η πτέρυξ < το πτερόν < πτέρωμα < το φτερό] το σύνολο των φτερών που καλύπτει το σώμα ενός πτηνού]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ αἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι ... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|